- λεγατεύω
- λεγατεύω (Μ)βλ. ληγατεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληγατεύω — καί λεγατεύω (Μ) [ληγάτον] 1. κληροδοτώ, αφήνω με διαθήκη κληρονομιά σε κάποιον 2. κάνω κάποιον κληροδόχο, κληρονόμο 3. δίνω οικονομική βοήθεια σε κάποιον … Dictionary of Greek